- τριηράρχημα
- τρι-ηρ-άρχημα, τό, der auf die τριηραρχία gemachte Aufwand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριηράρχημα — expense of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχημα — τὸ, Α [τριηραρχῶ] 1. η δαπάνη τής τριηραρχίας 2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.) 3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου … Dictionary of Greek
τριηραρχήματι — τριηράρχημα expense of the neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχήματος — τριηράρχημα expense of the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)